καμποήδονος

καμποήδονος
καμποήδονος, -ον (Μ)
(για λιβάδι) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση με την άπλα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος + ηδονή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”